- ἰδιασμός
- ἰδῐ-ασμός, ὁ,A peculiarity, Iamb.VP35.255.2 particularity, ὁ τοῦ ἑνὸς ἀπεστενωμένος ἰ. Dam.Pr.28 bis.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιδιασμός — ἰδιασμός, ὁ (ΑΜ) [ιδιάζω] το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, η ιδιομορφία … Dictionary of Greek
ἰδιασμοῦ — ἰδιασμός peculiarity masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιασμόν — ἰδιασμός peculiarity masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)